- σεφέρι
- το, Ν1. εκστρατευτικό στρατιωτικό σώμα («νά 'ρθει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι», δημ. τραγούδι)2. συνεκδ. α) εκστρατεία, πόλεμοςβ) εκδρομή, ταξίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sefer].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεφέρι — το (λ. τουρκ.) 1. εκδρομή, ταξίδι. 2. εκστρατεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek